Time goes by, soo slowwly..
Παρασκευή βράδυ-στο bar-restaurant του φίλου που γνώρισα στο Αερινό, στη Σέριφο. Φάγαμε χαλαρά-ήπιαμε αγριότερα.
Ιταλός σταρ ο δικός μου στο μέσο μιας ευχάριστης βραδιάς. Ήρθε κι η Τζούλια..
Apocalypse now!
Για τους οφθαλμούς, χάρμα-βαρίδια στο στομάχι.. Η νύχτα προχώρησε. Εγώ πάλι, όχι. Σκαλωμένος σε σκέψεις που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, αφέθηκα στο τίποτα. Μάτια διάφανα-μάτια κενά. Να 'φταιγα μόνο εγώ;
Whatever, tο Γκαζοχώρι με κούρασε. Στα διάλα..
Αδιάφορες φάτσες, κουρασμένα κορμιά, καμιά πρωτοτυπία. Ζωή χωρίς. Καβάλησα τη μηχανή και χίμηξα στη βραδυνή νοτισμένη άσφαλτο-λίγο πριν ο καιρός χιμήξει πάνω μας. Και δροσίσει την σταθερά άνυδρη αύρα μας. Με ποτάμια, ποτάμια, ποτάμια ..
Βαρετά Σάββατα, ημι-αναμενόμενη τροχιά. Πρωινός καφές, μεσημεριανό διάβασμα. Η εξέλιξη της ώρας μου στο ρυθμό της παρέας. Gone with the wind. Καφές-με πήρε ο Δ.-θα κατέβεις Mai Tai? όχι δεν-παγωτό-αγώνας του γάβρου: ο θεός να τον κάνει..-..
Ήμουν έτοιμος να καταλήξω στο dvd. Μαμ, κακά και νάνι. Ύστερα, πάλι;
"The situation has not improved", άκουσα τη μπάσα φωνή του Seann-ringtone ειδοποιητικό στα μηνύματα του κινητού μου. Κοίταξα τ' όνομα.
Δεύτερο μήνυμα, μετά διαβούλευση, τέλος συνάντηση. Deza Vue.
Το μέρος, εγώ το πρότεινα-δεν ξέρω πως μου 'ρθε. Rolling stone στους καιρούς της αδράνειας. Επιστροφή στο χθες "σαν να μην πέρασε μια μέρα". Όχι όμως Μαβίλλη-Μπρίκι, που 'θελε αυτή. Της ζητησα να ανηφορίσει λίγο.
Αναμένοντας, βρέθηκα κάτω από τον Πύργο των Αθηνών να μετράω τα πατώματα. Στο ισόγειο, ο γκριζαρισμένος θυρωρός μου φάνηκε γνωστός.
Είκοσι χρόνια αργότερα-από τότε. Στάθηκα να ατενίζω το τελευταίο θρανίο στην αίθουσα του 3ου. Ημιφωτισμένο από μια λάμπα νέον.
Στην αίθουσα του παλιού φροντιστηρίου που σειόταν από τις φωνές μας. "Είμαι 16αρης σας γ@μ%^( τα Λύκεια" ρεεε. Στην δυτική γωνία του Πύργου μου φάνηκε πως είδα το τελείωμα της θεόκοντης φούστας μιας φιλολόγου που όταν μιλούσε στα δυό ξανθά γλυκά αγοράκια της τάξης-αυτά του τελευταίου θρανίου, φρόντιζε να το κάνει καθισμένη πάνω σε ένα έδρανο με τα πόδια ορθάνοιχτα.
Και τους Α. και Ε. ορκισμένους φίλους του τότε-αδιάφορο τίποτα του σήμερα, να παιζουνε τη σκηνή στο Βασικό Ένστικτο, με ολίγη από Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα.
Είδα την Έλλη, τον Ευτύχη, την Αθηνά, τη Μαρία, τον Άγγελο, τη Νατάσα, τη Δέσποινα, τη.. Άκουσα τα τιτιβίσματα στην πίσω στοά του ισογείου-εκεί που δίνονταν τα ραντεβού. Πριν και μετά. Μύρισα το άρωμα του πρώτου μου εφηβικού έρωτα στη σκάλα.
Στην έξοδο κινδύνου.
Αυτή πήρε και κείνη μαζεύοντας τα από τότε κιόλας για το Λονδίνο και εγώ 'παραμένων' [που λέγανε και στο στράτευμα] στην Αθήνα για πολλά χρόνια. Προχώρησα διστακτικά στους διαδρόμους.
Με ακούμπησαν στην πλάτη τσάντες και τετράδια καθώς στριμωγνόμασταν στο ασανσερ. Στη διαδρομή από τον πέμπτο στο ισόγειο, κάρφωσα στα σιέλ μάτια την Έλζα, την ωραιότερη κουκλάρα στα βόρεια προάστια και περι[απο]πλανήθηκα στα μάτια της. "Να τα πούμε από κάτω λίγο πριν το μάθημα" της είχα πει, κάποια στιγμή-ο γκόμενος του αποκάτω φροντιστηρίου βλεπεις. Ξέχασα το ραντεβού-έσπευσα ασθμαίνων μια ώρα μετά. Το παγκάκι κάτω από την ακακία, ήταν φρεσκοβαμμένο μα άδειο. [Την ξαναείδα χρόνια μετά, στη Μύκονο γραμματέα του Βολιώτη μαικήνα του lifestyle. Μεγάλε, είχες την ευκαιρία σου..]
Ήπια -νοερά- καφέ στο Λυχνάρι, έφαγα τυρόπιτα στο Flower, φιλήθηκα παθιασμένα στη γωνία του Γαλαξία-γλώσσα στη γλώσσα επί ώρες.
Τόοτες.
Στρίβοντας το βλέμμα, με είδα. Έφερνα σε swing ρυθμό το ουϊσκυ με το νεροπότηρο στο μεγάλο δάσκαλο μου, (τη σπίθα του οποίου έσβησε για πάντα το αλκοόλ) από το διπλανό μπαρ-πριν αρχίσει το μάθημα της Τρίτης. Του θύμιζα ένα Ρώσο ποιητή της Επανάστασης. Ήταν γεγονός. Ήμουν ο αγαπημένος μαθητής του Γ. Κ.-εκείνος ήταν ο guru όλων μας.
[Δεκα-τόσα χρόνια αργοτερα, στρίγγλισαν τα φρένα του TDM για να αποφύγω ένα σαβουριασμένο τρελλό που διέγραφε οχτάρια στην Αντιστάσεως ένα ξημέρωμα: "που 'σαι ρε Μαγιακόβσκυ", μου χαμογέλασε μες στη θολούρα του. "Τους γάμ(*&^%$ς όλους ή ακόμα?" Ησύχασε δάσκαλε-ησύχασε.. άφησα το μηχανάκι στην άκρη του δρόμου, τον πήγα ως την πόρτα του σπιτιού του.
Ύστερα, άφησα τα δάκρυα μου.
Να κατέβουν ως κάτω στο πεζοδρόμιο.]
Φορώντας το τρεντάτο Artisti Italiani μου-L' art de vivre, θυμάμαι, έγραφε στη στάμπα, εξελίχτηκα στον Che της γενιάς που τα 'σπασε με την Πολιτική. Έτσι δηλαδή φαντασιωνόμουνα μάλλον. Εξαπολύοντας φιλιππικούς in defense της αισθητικής και της Ζωής, στόχευα στον 'πλέριο' ατομικό ευδαιμονισμό. Εξακοντιζοντας μύδρους κατά της μικροαστικής ηθικής και της μιζέριας που μας περιέβαλλε, τα 'σπαγα με το 'γύρω' μου. Εγώ διάβαζα, εξάλλου, και Face και Id και σιχαινόμουνα τις λευκές κάλτσες και τις χρυσές καδένες και γενικώς το πανηγυριώτικο. Το στυλ του Βαμβακούλα, τη μουσική του Βαμβακάρη και το discourse του Μένιου. Παιδιά δεν είχα-τα pampers δεν ήξερα τι περιείχαν.. Ο Σπύρος Χατζάρας ήταν εθνικός τηλεπαρουσιαστής, ο 2-67 εθνικός ραδιοπειρατής, η Ρίτα εθνική υπόθεση και ο Τσάκωνας εθνικός σταρ. Τα κλαρίνα-κυρίαρχα όργανα και η βραδιά πίτσας έξοδος της αγίας ελληνικής οικογένειας.
Η Αθήνα είχε είκοσι μπαρ και οι φάτσες της νύχτας γνωρίζονταν μεταξύ τους.
Πρωθυπουργός ήταν ο λαοπρόβλητος Ηγέτης της Αλλαγής, οι υπουργοί είχαν μουστάκι και στην τηλεόραση έπαιζε τζόβενο ο Α. Καφετζόπουλος στην Αστροφεγγιά [ή κάτι παρόμοιο]. Όνειρο μου ήταν μια Lancia Integrale σαν κι αυτή που οδηγούσε ο Τζίγγερ και περίμενα να κλείσω τα 16 ή 17 για να πάω με τους κολλητούς μου διακοπές στη Σαντορίνη..
Ύστερα δεν ξύπνησα, αλλά ένιωσα ένα χέρι από πίσω μου. Αποσβολωμένος, μου πήρε κανα πεντάλεπτο να επανέλθω. Στο χρόνο-αλλά και στο χώρο, για να μη σου πω στο πρόσωπο..;-). Ναι, ναι. Κάπως πρέπει να ήμουν. Δεν το σχολίασε. Αν το είδε.
Διαλέξαμε, δηλαδή εγώ μάλλον αδιαφόρησα για το που βαδίζω, μια πόρτα που έγραφε κάτι σαν 'μπαρ' και μπήκαμε μέσα. Το σκηνικό άλλαξε άρδην. Μεταφερθήκαμε αλλού.
Οι κουβέντες μας μετρημένες. Το live που ακούγαμε δεν ήταν κι άσχημο, οφείλω να πω. Λίγο αμήχανη έπαιρνε μπρος καθώς το Bombay-τόνικ καύσιμο των ψυχών-ήττα των (ανδρικών) σωμάτων σε αξιοσέβαστες ποσότητες, έρρεε.
Κάτι μου ΄λεγε-δε θυμάμαι τίποτα.
Αρχικά εκεί, καθισμένοι σε κάτι σαν βαρέλια, στο απίστευτο Mike's Irish Pub, το Δουβλίνο του Αγ. Πατρικίου στα όρια του αθηναϊκού κέντρου. Μετά στη βομβαρδισμένη, μονίμως τον τελευταίο καιρό, οικία μου. Μόνο βιβλία, πλυμένα ρούχα, σεντόνια, (βασικά) φαγώσιμα στο ψυγείο και καθαρές πετσέτες παραμένουν σε τάξη σ' αυτό το χώρο. Τα ρέστα συζητιούνται. Στο πλαίσιο των sine qua non της ανθρώπινης επαφής: τραπέζωμα, κουβέντα ή σεξ.
"Μεγάλος αγώνας η ανθρώπινη σχέση", μου λέγε κάποτε ο πατέρας μου.
Ακόμη και σήμερα, δεν είμαι σίγουρος για το τι είχε στο νου του.
Πάντως, τα πραγματικά derby ποτέ δε λήγουν ισόπαλα. @ the eve of the day-@ the end of the night, εγώ, ωστόσο, πάντα χάνω. Με οριακή διαφορά στο σκορ, αλλά χάνω. Ίσως, γιατί ο Μορφέας μου γνέφει πιο σαγηνευτικά από οποιοδήποτε κ$^&*ο.. τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια.
Και η πλάκα είναι πως δεν αισθάνομαι ποτέ άσχημα γιαυτό..
ΥΓ. Αφιερωμένο στην καλύτερη μου φίλη-που ήρθε τώρα κοντά να μας δει απ' τα ξένα..