Ιστορίες με στρας, σκέψεις, ρεύσεις, παύσεις, τράς, αλλά χωρίς 'rush'...

Monday, May 29, 2006

Venezuela. Απρόσμενες συναντήσεις..













Ξυπνήσαμε με ένα βαρύ κεφάλι-σαν να 'χαμε πιεί το Βόσπορο.
[και δεν δικαιολογούνταν τέτοιο πράμα με μισό μόνο μπουκάλι Santa Tereza.. ]
Αλλά ευδιάθετοι.
Στο μπρέκφαστ είδαμε -ξανά- το μεσήλικα Γερμανό [έτσι τον έκοψα] ιδιοκτήτη. Το προηγούμενο βραδυ είχε βγεί αθόρυβα πίσω από ένα θάμνο στον κήπο την ώρα που ρεμβάζαμε και μας έκοψε την ανάσα.
"No me gusta", μου 'κανε η Alix καθώς γύρισα να την κοιτάξω.
Καταλάβαινα τι εννοούσε. Ειλικρινά, υπήρχε κάτι περίεργο στον ευγενικό κατά τα λοιπά ξερακιανό τύπο με τα φιδίσια μάτια και τη νωχελική κίνηση.
[δεν αντισταθηκα στον πειρασμό να σκεφτώ πως εδώ έμοιαζε το τέλειο μέρος για να κρυφτεί κανείς από το παρελθόν του.. ].

Οι δρόμοι στο ξεπεσμένο pueblito Παρασκευή πρωί είχαν γεμίσει αυτοκίνητα.
Παιδάκια στα λασπωμένα πεζοδρόμια χαμογελούσαν δείχνοντας κάτι κατάλευκα δοντάκια στους παραλήδες ξενοφερμένους που τους 'ανεθεταν' την ασφαλεια του οχήματος τους. Παρέες ανδρών σε που τα πιναν αραχτοί στη σκιά κοιτώντας εξετάστικά-αλλά όχι κακοπροαίρετα τους αστούς που την έκαναν για extended weekend.
Θηριώδη απαστράπτοντα jeep, δίπλα σε dodge kai chevies, σε μοντέλα που κάλυπταν επαρκέστατα την αυτοκινητοπαραγωγή του Ντητρόιτ από τα late '50s ως σήμερα, εφοδιάζονταν με τα χρειώδη.
Πάνω από τα μισά μαγαζάκια πουλούσαν πάγο, αναψυκτικά και αλκοόλ-τα 'βασικά' δηλαδή.
Πήρα μια βαθειά ανάσα εκστασιασμένος.

Ξεκινούσαν οι εξορμήσεις μας στα islas del sol.
Στο λιμανάκι, δεκάδες βάρκες μακρόστενου σχήματος λικνιζονταν περιμένοντας πελατεία.
"50.000 bolivares per todos - Cayo Sal", γρύλισε ο πιτσιρικάς-βαρκάρης.
Καμιά ώρα αργότερα, μέσα από ένα ταξίδι στο πράσινο του ονείρου, μας άφησε σε ένα νησάκι - με απάνεμα νερά, φοίνικες και κοράλια.
Ζαλωμένος με μια μεγάλη cava [ψυγείο πάγου] τιγκαρισμένο στον ώμο, δυό υπνόσακους, καρεκλάκια, τζέρτζελα-μέρτζελα, τσαντικά και τα ρέστα περπάτησα πάνω από χιλιόμετρο κατεβάζοντας όλα τα καντήλια που 'ξερα [#^&*(*&^*&^%] για το βαρκάρη που επέμενε να μας αφήσει στην ξύλινη αποβάθρα στην πέρα άκρια της ατόλης.

Στήσαμε τα τσανάκια μας κάτω απο ένα γερο-φοίνικα και χωθήκαμε στη θαλπωρή του βαθυπράσινου νερού. Τρία μέτρα από την ακτή, ξεκινούσε το κατηφορικό άπειρο του ωκεανού..
Διστακτικά στην αρχή-με αυτοπεποίθηση στη συνέχεια άρχισα να ξανοίγομαι.
"Εeey Loco", "Loco Griego", άρχισε να ωρύεται το κοριτσάκι μου.
Γύρισα απρόθυμα-εξάλλου πεινούσα-σαν λύκος.
Μια χμμ.. γνωστή μυρωδιά με τράβηξε στο μικρό φοινικόδασος πίσω από την τέντα μας. Ένας γεράκος ετοιμαζε κάτι τεράστιους αστακούς σε μια αυτοσχέδια σχάρα. Κάναμε το τράτο-του 'δωσα ένα μπουκάλι ρούμι, με φόρτωσε με τρεις τεράστιους rojos, ακόμη τους γεύομαι..


Στην άλλη πλευρά της ατόλης, μια φυσική πισίνα προστατευμένη από ένα φυσικό τείχος-ύφαλο κοραλιών συγκέντρωνε αρκετούς από τους σκαφάτους που είχαν προσορμίσει. Περπατώντας χαλαρά-με μια παγωμένη Polar [η πιο γνωστή τοπική μπίρα] στο χέρι χάζευα το βουερό πλήθος γύρω μου.
"Ella habla griego!", μου φώναξε εκστασιασμένη η καλή μου δείχνοντας μου μια συμπαθητική ξανθιά στην ηλικία μου που κρατούσε ένα μωρό κάτω από μια ομπρέλλα.
Άσε ρε Alix, ήταν η πρώτη σκέψη μου. Κι όμως.
Είχα περάσει _ακριβώς_ δίπλα της και δεν είχα πάρει πρέφα μια!
"Χαίρεται", της είπα κοντοζυγώνοντας αφού ξεπέρασα την αρχική έκπληξη που ένιωσα ακούγοντας την να διηγείται στο κοριτσάκι της παραμυθάκια.
Έτσι ξεκίνησε μια δυνατή φιλία-στήθηκε πάνω στο ούζο (Τσιλιβή παρακαλώ!) που η υπηρέτρια έφερε από το σκάφος της ελληνικότατης -όπως αποδείχτηκε οικογένειας- και επισφραγίστηκε δύο ώρες αργότερα με ένα τρικούβερτο απογευματινό γλέντι στο κατάστρωμα του παρακείμενου cruiser με ένα ποτ-πουρί από περουβιάνικες μπαλάντες και ελληνοφρονέστατα ακούσματα [με πιο light τον Πασχάλη Τερζή.. ;-)]..
Έγινε το σύστριγγλο-με τη συνδρομή μιας ντουζίνας όψιμων αυτόχθονων φίλων να χορεύουν α-πι-στευ-τα.

Παιδιά μεικτών γάμων και οι δύο, έφερναν την Ελλάδα τόσο μέσα τους.. Μια πατρίδα που, όπως μου ομολόγησε ο Πάνος, μετά από κανα δυό ταξίδια στην Αθήνα, προτιμούσε πια να θαυμάζει εκ του μακρόθεν .. (:
Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα αντί για τη σκηνή μας-ήταν τόσο γλυκειά εκείνη η νύχτα..
Το πρωί, είδαμε και πάθαμε να τους πείσουμε να μας αφήσουν. Όχι πάντως πριν μας τροφοδοτήσουν με ενδιαφέρουσες πληροφορίες [και συμβουλές] για τη συνέχεια της περιπλάνησης.
Στα πιο απόμακρα.
Στις άκρες του Moroqoy..

Saturday, May 27, 2006

Venezuela. Στην άκρη της θάλασσας-στην άκρη του ονείρου..


Για την Κάτια

Μετά από ένα πενθήμερο διαρκούς 'κοινωνικοποίησης' στη Valencia, τα πλάνα έλαβαν μορφή και τα όνειρα περιπέτειας στις ακτές της Καραϊβικής πήραν όνομα.
Πάρτυ υποδοχής, τρελλή salsa με ολίγη από merengue [τρελλαίνομαι μ' αυτό το χορό..], ολίγη φυσιολατρεία στα παρακείμενα βουνά, και φίλοι-πολλοί φίλοι "to know us better", που ΄λεγε και ο Βουτσάς κάποτε.

Α, και τοπικές σπεσιαλιτέ-που ξεκινούσαν από το πρωι μαγειρεμένες από τις δύο μαγείρισες του σπιτιού [που 'σαι Αθήναιε αγόρι μου να μάθεις τίποτα για fusion με ολίγον από creole και κάργα latin..].΄
Μεσημεριανή μάσα στο International Club [προφέρεται 'κλουμπ'] και ρομαντικά δείπνα στο Gino's κάτω απ' τα αστέρια..

Καυτές οι νύχτες μου-εμένα η καρδούλα όμως διψούσε για αδρεναλίνη.
Αθεράπευτα decadence-addicted, ψαχνόμουν γι' άλλα.
Για την άλλη Βενεζουέλα-πίσω από το φράχτη..
Θα ξεκινούσαμε από το Chichiriviche [=Τσιτσιριβίτσι] στην περιφέρεια του Falcon.
Στη συνέχεια, θα καταλύαμε σε παραθαλάσσια θέρετρα δοκιμάζοντας τα όρια μας σε μια on the road περιπλάνηση στα pueblitos που κάποιοι λέγανε ότι είχε λησμονήσει ο χρόνος..
Η Sylvia και η Daniella μας σύστησαν κάποιες αξιόλογες posadas [τοπικά πανδοχεία, κάτι σαν b&b].
Εξοπλιστήκαμε με χάρτες, συγκεντρώσαμε καθε τι απίθανο [π.χ. δύο μεγάλα ψυγεία πάγου, καρέκλες παραλίας, αιώρες, πάνω από μια ντουζίνα κουτιά φάρμακα που η ντοτόρα μου έκρινε απολύτως απαραίτητα, κι εγώ περιττό βάρος, συν άπειρα άλλα ψιλολόγια]. Πίστευα..
Ομολογώ, εξάλλου, πως δεν καταλάβαινα γιατί "θα ήταν θετικό να βρούμε jeep". Δεν θα πηγαίναμε δα και στις Άνδεις. Νόμιζα..
Μου πρότεινε να οδηγήσω εγώ-αποδέχτηκα με ανακούφιση.
Η θεά μου δεν ήταν ακριβώς και το προσεκτικότερο κοριτσάκι στους δρόμους της πόλης.. Είχαμε ήδη πάρει κανα δυό καθρέφτες και ένα προφυλακτήρα σβάρνα στους δρόμους της πόλης με κάτι ανάποδες στροφές.. lol.
Και στο κάτω-κάτω, όποιος έχει οδηγήσει στην Αθήνα, μπορεί να επιβιώσει παντού. Διακήρυξα με γνήσια αυτοπεποίθηση.

Στα όρια του Estado Carabobo, πήραμε τον κατηφορικό -εθνικό- δρόμο για το Puerto Cabello.
[Και εγώ που θεωρούσα το πέταλο του Μαλλιακού και την Αθηνών-Πατρών τους αυτοκινητόδρομους παγίδες (-;]
Βαρέλια στη μέση ενός δρόμου με τις πέντε λωρίδες να γίνονται ξαφνικά δύο-συνήθως πίσω από καμιά στροφή, οδοφράγματα της εθνοφυλακής σε κάποια σημεία-άλλα μόνιμα, άλλα έκτακτα.
Περνώντας στα όρια φτωχών οικισμών, πιτσιρίκια παίζανε αμέριμνα (;), σ' ένα τοπίο που σε συνέπαιρνε. Πράσινο, λόφοι, τενεκεδομαχαλάδες.
Και ήλιος καυτός.
Σε κάποια φάση πήγε να μου φύγει το τιμόνι απ' τα χέρια.
Δυό εντυπωσιακές μουλάτες-όχι πάνω από δεκάξι, αλλά σχηματισμένες γυναίκες λιάζονταν γυμνές στην άκρη του δρόμου σε μια αυτοσχέδια αιώρα..


Βγήκαμε στη θάλασσα.
Para Caribe.
Φάγαμε σε μια παράγκα-εξαιρετικά ορεκτικά με λίγο κρύο κρασί.
Με τέτοια ζέστη, δεν πήγαινε τίποτα κάτω..
Μια σκουριασμένη ταμπέλα στην άκρη του ατέλειωτου δρόμου με τους φοίνικες, φάνηκε να δίνει τέρμα στην πρώτη φάση της οδήγησης μας.
Τσιτσιριββίτσιι, 7 χλμ δεξιά, χαμογέλασε στο πλαι μου.
Finalmente, mi bebe!

Σε διάστημα μικρότερο της εβδομάδας, η αυτοδίδακτος ισπανοφωνία μου είχε επανέλθει ικανοποιητικώς. Οι επόμενες ώρες πέρασαν με ιστορίες για αυτό το παλιό χωριό των ιθαγενών και την τουριστική ανάπτυξη της ακτογραμμής μετά τα 6ο's.
Καταλύσαμε στο Tortuga Bay.
Ομολογώ πως μου πήρε κάποιο χρόνο να αποδεχτώ ότι η Avenida Principal Playa Norte, στο άλλο άκρο του οικισμού που φερόταν να βρίσκεται η posada μας, έφερνε πιο πολύ σ' αυτό που φαντάζεται κανείς για τη βομβαρδισμένη Βαγδάτη, παρα για τουριστικό θέρετρο ..
Λουτράκι του μεταπολέμου, το άλλοτε δημοφιλές για τους χαικλασάτους Venezolanos, θύμιζε πόλη-φάντασμα in the middle of nowhere σε κόμικ του Gosciny.
Τεράστιες τρύπες στους -χωματο-δρόμους γεμάτες νερό, μισογκρεμισμένες παράγκες στην άκρια του, ξεφτισμένοι τοίχοι κάτω από καλαμοσκεπές.
Στο πανδοχείο επικρατούσε μια περιεργη σιωπή. Μόνη φωνή χαιρετισμού, η στριγγή λαλιά ενός γιγάντιου παπαγάλου σε ένα σκουριασμένο κλουβί. Στην άκρη του τροπικού κήπου-πίσω από ένα πανύψηλο φράχτη.
Διαβήκαμε με δισταγμό το κατώφλι.
Οι εγκαταστάσεις δεν ήταν παλιές. Κάτι περίεργο όμως ένιωθε κανεις ατενίζοντας την διακόσμηση στην κεντρική σάλα. Ήταν φανερό πως ο χώρος είχε περάσει και καλύτερες μέρες.
Προφανώς η συντήρηση δεν αποτελούσε ακριβώς και βασική πρωτεραιότητα για τους ιδιοκτήτες.

Το δωμάτιο με θέα τον ωκεανό-επτά/οκτώ μέτρα απ' το παράθυρο, δεν ήταν κι άσχημο.
Σφαλίσαμε τα μάτια μας στο μεγάλο οντά με το τεράστιο στρώμα, ξυλόγλυπτα από ιθαγενείς στους τοίχους, μια ψυχεδελική ζωγραφιά στην οροφή και πολλά μικρά αρωματικά κεράκια να μας ναρκώνουν.
Το πρωί αποδείχτηκε πως είδαμε και το ίδιο όνειρο..

Tuesday, May 23, 2006

Μια νύχτα στο Μέγαρο..











Χθες βράδυ.
Λίγο μετά το γλυκό σούρουπο.
Η παρουσίαση είχε μόλις τελειώσει. Το αμφιθέατρο στο τιλτ.
Πάνω από μια ντουζίνα πολιτικοί στην πρώτη σειρά. Κόσμος διάφορος στους από πίσω στοίχους.
'Επώνυμοι' κι ανώνυμοι ρίχτηκαν με τη -γνωστή αγωνιστική- ορμή στους πλούσιους μπουφέδες του Μεγάρου, ευθύς σαν ανέβηκαν στη λαμπερή μαρμαροντυμένη σάλα.
Με ένα -παραδόξως αξιοσημείωτο- cabernet στο χέρι βάδισα ψιλόραθυμα στο κέντρο της φωτεινής αίθουσας.
Ετερόκλητα πηγαδάκια.
Δεκάδες άνθρωποι συμμετείχαν στη συγγραφή του πολύτομου έργου. Μια πρόχειρη ματιά ήταν αρκετή για να βεβαιωθώ πως ελάχιστοι απ' αυτούς βρίσκονταν δίπλα μου.
Ξανακοίταξα-προσεκτικότερα.
Ημί-γνωστοι κοσμικοί, πληθώρα καλοντυμένων κυριών, η εμβληματική εμφάνιση των οποίων κατόπτριζε ένα σημαντικό μέρος της -εφετινής- καλοκαιρινής collection, γλυκειές bimbo-αντίγραφα ή κακέκτυπα της συμπαθούς Θεσσαλονικιάς εκπροσώπου στο κοινοβούλιο, κάτι -λίγα πάντως- ξέκωλα.. Μαζί με διάφορους ταλαίπωρους ακαδημαϊκούς, που τους διέκρινες σαν τη μύγα μες στο γάλα ;-)
Στριφογύρισα στα πηγαδάκια.
Αντάλλαξα -ακαδημαϊκές, ασφαλώς- φιλοφρονήσεις. Με ζωγραφισμένο χαμόγελο, υποσχέσεις "για ένα καφέ", αείποτε ματαιωνόμενο..
Έδωσα μάλλον αόριστες απαντήσεις για το 'που' είμαι τώρα.
Με απορία μίλησα στον γνωστό μου από τη (πάλαι ποτέ) νύχτα και τα γυμναστήρια-πρώην της ευρωβιζιονικά όμορφης Ζέτας Μ. Μου γνώρισε με εγκαρδιότητα την εντυπωσιακή νυν-το 'νέο αίμα' στα πρωινάδικα της επόμενης σαιζόν ... (;), σκέφτηκα..
Εισέπραξα και μια ζεστή πρόκληση για το μαγαζί "παρά θιν αλός" που ανοίγει την Πέμπτη-κοίτα να δεις, ΤΙ μπορεί να σου τύχει μετά από δεκαπέντε χρόνια στην πιάτσα των βιβλιοπαρουσιάσεων...


Δοκίμασα να τραβηχτώ από το κέντρο του τζέρτζελου.
Και τότε την είδα.
Με τον σύζυγο της -πια- και την καλύτερη της φίλη.
Εγώ, μόνος.
Η σιλουέτα της δεν φαινόταν να έχει αλλάξει και πολύ-ίσως λίγο στο πρόσωπο.. [Ασχημαίνει άραγε τον ανθρωπο ο γάμος..;]
Είχα μια ιδέα πως μπορεί να ήταν εκεί-σχετιζόταν με το εκδοτικό εγχείρημα καταπως είχε (τυχαία) φθάσει στ' αυτιά μου, είμαι σίγουρος πως θα 'χε κάπου δει το όνομα μου στους συντελεστές..
[Πόσο μικρή μπορεί ΠΙΑ να είναι μια πόλη ..;]

Ο τρόπος που με κοίταξε έδειχνε πως με παρακολουθούσε.
Ίσως στιγμιαία-ίσως και ώρα αρκετή, εκεί που ήταν πλασαρισμένη.
[Εκείνη την ώρα δεν αισθάνθηκα την ένταση-είχα φύγει-και έπινα τα βραδυνά μου πριν επιτρέψω στο σώμα μου να ξεσπάσει.. τότε που ένιωσα τον αυχένα μου να μουδιάζει..]
Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, βάδισα προς το μέρος της/τους.
Μάλλον δεν ήταν καλή ιδέα..
Έβηξα για να καθαρίσω το λαιμό μου και έτεινα το χέρι μου-προέκταση της ΄καλησπέρας'. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος για το αν μου απάντησε.
Δεν θυμάμαι.
Πάντως δεν με κοίταξε.
Ίσως ούτε κι εγώ-όχι στα μάτια πάντως..

Τέσσερα χρόνια και κάτι μήνες μετά την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε.
Τόσα τα 'βγαλα.
Έστριψε απότομα κι έφυγε. Πρόλαβα πάντως να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να σφίγγονται.
Ειλικρινά, αιφνιδιάστηκα. Τέσσερα χρόνια, άλλωστε..
Δεν είμαι σίγουρος για το πως κοίταξα τον άλλο, αλλά αν κρίνω απ' αυτό που είδα στα μάτια του, πρέπει να τσίτωσα -άθελα μου- το βλέμμα..
Αποχώρησα διακριτικά για τη συνέχεια. Ξύνοντας τη σεπτή μου κάρα.

Και έμεινα να αναρωτιέμαι-όχι για κάτι που ξανάνιωσα, αλλά γιαυτό που αφελές αγοράκι, θαρρείς, ποτέ μου δεν κατάλαβα..

Friday, May 19, 2006

in the woods-άθληση στη βενεζουέλα..



Δεν υπάρχει γυάλινη επιφάνεια σ' αυτή τη χώρα χωρίς χρώμα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου θυμήθηκα το γιατί..
Το φως εδώ κάτω, κοντα στους τροπικούς, διεισδύει. Και φλέγει.
Σηκώθυμα ράθυμα και έψαξα για καφέ.
Δεν πρόφτασα να ανοίξω δεύτερο ντουλάπι.
Η μουλάτα πιτσιρίκα κάτι ψιθύρισε στ' αυτί μου.
Και το breakfast κατέληξε κάτι σε brunch.
Γεγονός που αποτυπώθηκε συν τω χρόνω και στο εύρος της μέσης μου-δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι μετανιώνω-άσε που αν δεν 'έκαιγα' θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα..
[Οι υπηρέτριες πάντως δεν είναι σαν αυτές στις σαπουνόπερες που γνωρίζουν τέτοια δόξα στην ελληνική μεσημεριανή ζώνη.
Αμφιβάλλω αν σε κάτι βδομάδες διέκρινα ποτέ το ηχόχρωμα της φωνής τους..]
Η πρόταση είχε φυσιολατρικό χαρακτήρα.
Τζόκινγκ για καμιά ωρίτσα και μετά γρήγορο βάδην ως το απέναντι βουνό.
Εξοπλιστήκαμε αναλόγως και αφού βγήκαμε γρήγορα από το πιο 'αστικό΄ κομμάτι της πόλης, πορευτήκαμε σε κάτι απίθανες λεωφόρους με πυκνή δενδροφύτευση στα άκρα μα και στη μέση. Κάτω από τον ήλιο η ίδια διαδρομή θα 'ταν αδύνατη..
Στην είσοδο του πάρκου-που εμένα μου φάνηκε και ήταν δηλαδή ένα απίστευτο δάσος, αγοράσαμε ότι τροπικότερο έχω πιεί ποτέ μου: χυμό παρκίτα..
Το ανέβασμα ως τις απώτατες πηγές του χειμάρρου δυό ώρες μετά φαινόταν ακόμη πιο μακρινό απ' ότι στην αρχή..
Κάτι φιλικοί hikers έκαναν τον κόπο να μας βγάλουν από την πλάνη: η συγκεκριμένη πηγή που αναζητούσαμε λίγο πιο πάνω ήταν πρακτικά αδιάβατη χωρίς σχοινιά.
Αυτό που με πλημμύριζε ήταν κάτι παραπάνω από ανακούφιση-ήταν γνήσια βαθειά πείνα..
Το φιλέτο στο Ασοσιασιόν Καναδέρος ήταν ότι γευστικότερο έχω δοκιμάσει στη γνησίως σαρκοβόρα ζωή μου.
Κατέληξα ότι η λάτιν κουζίνα θα μπορούσε να αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο παραμονής σε μια δύσκολη χώρα..
Έσβησα σε μια αιώρα-παραμονές του μεγάλου ταξιδιού..

Thursday, May 18, 2006

Γη-ουρανός-δομημένο περιβάλλον. Βενεζουέλα















Εκεί που πέφτει το μάτι.

Αρχικά.

Χωρίς συναίσθημα.

Wednesday, May 17, 2006

Στη χώρα του Chavez ..


Στη Μaiquetia η εικόνα ήταν αγνώριστη-ένα σύγχρονο αεροδρόμιο λίγους μόνο μήνες μετά την τελευταία επίσκεψη μου.
Πήρα μια βαθειά ανάσα βγαίνοντας από το τέρμιναλ. Κατάπια την υγρασία μέχρι το μεδούλι, αλλά με χαμόγελο.
Στην πρώτη στροφή μετά τη 'βιτρίνα' του αεροδρομίου, ξεκινούσαν τα barrios. Συστάδες από στραντζαριστές λαμαρίνες χωμένες μέσα στην ημι-τροπική βλάστηση του βουνού στις παρυφές του Caracas. Πρόσεξα πως το πράσινο σχεδόν έσταζε κι ας είχε σταματήσει ώρα πολύ η βροχή.
Ο Sergio έστριψε με ταχύτητα το θηριώδες SUV στην παρακαμπτήριο του περιφερειακού.
Έγειρα εξαντλημένος στην αγκαλιά της.
Πετάχτηκα λίγο μετά από το απότομο φρενάρισμα. Οι άντρες της εθνοφυλακής είχαν ακινητοποιήσει ένα κονβόυ με φορτηγά ακριβώς πάνω στη στροφή.
Ένας πιτσιρικάς που κρατούσε το ημιαυτόματο σαν κασμά έκανε νόημα να κατεβάσουμε τα φυμέ -όπως παντού στη Λατινική Αμερική- τζάμια.
Νωχελικά έπαιξε το βλέφαρο-σήμα να φύγουμε.
Η εθνική αρτηρία προς τη Valencia τίγκα στη λακούβα, δεν άφηνε στον οδηγό την ευκαιρία να πλήξει και στα παϊδια μας να ηρεμήσουν.
Καθώς μισάνοιξα λίγο τα μάτια μου, αγκιστρώθηκα στα δικά της.
Finalmente, olvido.
Καταλήξαμε στον προορισμό μας μερικές ώρες αργότερα-με μένα να γκρινιάζω εις μάτην να με πάνε στις πέρα γειτονιές για κανα βρώμικο..
Εισέπραξα μια πλάγια ματιά από το μπροστινό κάθισμα. Η καρδιά μου, μου εξήγησε χαμογελαστά πως δεν υπήρχε καν όπλο στ' αυτοκίνητο.
Τ' άφησα για την επαύριο.
Έχοντας διασχίσει κάθετα την πόλη, σταματήσαμε μπροστά σε μια μπετοναρισμενη πύλη. Συρματοπλέγματα αριστερά-δεξιά και διπλή ενισχυμένη μπάρα.
Νωχελικά ο σεκιουριτάς τσέκαρε τα στοιχεία μας πριν πατήσει το κουμπί.
Η φαντασίωση της ασφάλειας στοιχειώνει κυριολεκτικά τα suburbia της ηπείρου σε βορρά και νότο..
Στην είσοδο του εντυπωσιακού στη νυχτιά συγκροτήματος, ο θυρωρός ήταν πιο ζεστός. Με κοίταξε με περιέργεια-δεν διέκρινα επιδοκιμασία..
Στο ασανσέρ δοκίμασα να πατήσω το 12. Χρειάστηκε να βάλει εκείνη τον αντίχειρα της στο σκούρο τζαμάκι-αναγνώριση αποτυπώματος για ακούσω το χαρακτηριστικό ήχο από το σύρσιμο.

Έχει τελικά γούστο να χαζεύεις τον προσωπικό χώρο των ανθρώπων.
[Στο Παρίσι, στην Αθήνα, στη Σαγκάη ή στη Βαλένθια-ακόμη κι όταν βλέποντας τη φάτσα σου στον καθρέφτη είσαι φτυστός ο 'κομμάτιας' ..]
Πέταξα τη βαλίτσα πίσω μου.
Ένας εντυπωσιακός πίνακας που θύμιζε Botero έκανε αντανάκλαση στη μεγάλη γυάλινη επιφάνεια.
Μου εξήγησε πως ήταν δώρο της Sylvia-ζωγράφος (φανερά ενδιαφέρουσα..) και κολλητή της από το σχολείο.
Κουλουριάστηκα στον καναπέ ακούγοντας mi sangre από τον juanes.
Έχυσε το κορμί της στις κούρμπες που περίσσευαν. Το ανθρωπινο πακέτο.
Σιγά-σιγά ξημέρωνε.
Suenos.

Saturday, May 06, 2006

going down-downtown..

Ο άξονας της Κηφησίας τέμνει εγκάρσια το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας.
Σε μια διαδρομή που έχει στοιχειώσει τις μνήμες μου, όσο σκέφτομαι προς τα πίσω, πιάνω τον εαυτό μου να οδηγεί με το TDM με συγκεκριμένο τρόπο, να αλλάζει λωρίδες σε συγκεκριμένα σημεία, να τσιτώνει γκαζώνοντας στην κατηφόρα.
Ανεβάζοντας στροφές στο αριστερό πλάγιασμα της καθόδου κάτω από τη γέφυρα των Αμπελοκήπων τις βραδινές ώρες, περνώντας με τη μηχανή απ' το μάτι της βελόνας ;-) τα βαλτωμένα πρωινά που η αυτοκινητο-θάλασσα τελεί εν ραθυμία.
Ποτέ δεν βλέπω πρόσωπα σε εκείνο το σημείο-δίπλα μου.

Ύστερα, μπαίνοντας στην καρδιά της πόλης, προκύπτει το ίδιο -σταθερό- όσο και ασυνείδητο δίλημμα:
προκειμένου να προσεγγίσω το ιστορικό τρίγωνο.
Να συνεχίσω ευθεία σε μια διαδρομή που ορίζεται από βαριά τοπόσημα με αστικό πρόσημο [Μαβίλη, πρεσβεία, Χίλτον, πολεμικό μουσείο, κήπος, Σύνταγμα, Μ. Βρετάννια] ή να στρίψω Πανόρμου [και μετά πάλι πλάγια από Αβέρωφ, Λεωφόρο], και να χρησιμοποιήσω τις στενότερες επαρχιακές -όπως τις χαρακτήρισε ένας φίλος αρχιτέκτονας- εισόδους του κλεινού άστεος;

Φαίνεται αστείο, αλλά η όποια επιλογή μου, εκεί στη γωνία του Δαναού με το καταληκτικό σημείο του κέντρου να απέχει εξίσου, προσδιορίζεται από τη διάθεση μου.
Της στιγμής.
Το κέφι της μελαγχολίας ή την επιθυμία να σπάσω την πληκτική ευθεία δοκιμάζοντας -κάποτε- παραλλαγές από την πλευρά του Λυκαβηττού ή προς τα κάτω των Εξαρχείων.
ΚαΤαΠως σκηνοθετικά το λάλησε κι ο Βούλγαρης, "Όλα είναι δρόμος" ...

Wednesday, May 03, 2006

Ξύπνησα..γλιστρώντας στο μπλε






και είδα τα μάτια της..
Και τα βαλα εδώ-για αυτά που (δεν) έχω και γιαυτά που έχασα..
Στη γη που -literally- ποτέ δεν επένδυσα-στους φίλους που με περιμένουν ακόμα..
[Ρουμανία-Φλεβάρης 06]

Tuesday, May 02, 2006

Τρίγωνη ζωή μες στο σύννεφο ..


























Shots turning in passions with dots
(Λίγο μετά τον αχό..)


Λονδίνο-Αθήνα-Κεφαλλονιά
[καραμοσάλι έριξε το πούσι, καταπως θα 'λεγε και ο παληός μαρκόνης στα τέλη απρίλη του 06.. με ανάλογη καταγωγή εξάλλου]

Είχα μόλις επιστρέψει.
Όταν τη αντάμωσα στο en passage στο info του Ψυχικού, ωστόσο, ένιωσα πως ήθελα να την ξαναδώ.
Προσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει.
Το κουκλίστικο ξενοδοχείο της δεν είχε ανοίξει ακόμη-ετοιμασίες για την αρχή της σαιζόν έδιναν και έπαιρναν all around..
Όταν την κοιτούσα γινόμουνα ένα με τις παλ αποχρώσεις της κεντρικής σάλας ..
'Δια χειρός (της)', ασφαλώς!
Γυναικείο το χρώμα, μας χαμογελούσε
Το τριήμερο της βροχής έδινε τον τόνο-το χαμόγελο της έλαμπε παράταιρα: από κει και κάτω διαβαθμίσεις του πράσινου, προς τα πάνω το σταχτί έσπαγε στιγμιαία από καμιά σκανταλιάρα φτενή ηλιαχτίδα. ΄
Και εκείνη ντυμένη στα μαύρα-μόνο μαύρα.
Και μετά θάλασσα.
Και παραδίπλα σκέτη άμμος - χωρίς ομπρέλλοξαπλώστρες...
Και όσο μαινόταν η φύση και έφτυνε τον αχό της, ερημιά..
Μόνο για λίγο, βέβαια..

Εκείνη την ώρα με γυμνά τα πόδια στην ιδρωμένη άμμο, σκεφτόμουνα αυτό που έγραφε ο Θέμος [ο Ποταμιάνος, όχι ο άλλος κάφροι ..] «Εκείνος που θα ήθελε να περιηγηθή τις ελληνικές ακρογιαλιές, θα είχεν ανάγκη οδηγού, ξεναγού, πιλότου, … Γιατί και τα ακρογιάλια μας δεν είναι λιγότερο άγνωστα για τους πολλούς από τα μακρυνά πελάγη που ευρίσκονται έξω από τις τακτικές γραμμές των πλοίων ή από τα απροσπέλαστα δάση της μακρινής Αφρικής» (1931)..
Και κρυφογελούσα-γιατί ήθελα να της δείξω.
Πολλά.
Και δεν το 'πραξα.
Αλλά δεν μπόρεσα-δεν τόλμησα.
Και ξέρω: μια γυναίκα μπορεί -ίσως- να συγχωρέσει κάποιον που εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αλλά ποτέ κάποιον που δεν την άδραξε..

Κι ύστερα όλα τελειώσανε.
Η βροχή, οι θόρυβο, οι σκέψεις μου κι εκείνη.
Μας ξεπροβόδισε ντυμένη-πως αλλιώς; στα μαύρα.
Και εγώ έχω απομείνει εκεί-να την κοιτώ.
Δυό ολογράμματα να αιωρούνται αντικρυστά πάνω απ' το νερό και μετά να τρέχουν.
Μόνο τι ακροδάχτυλο μου έχει μείνει να πάλλεται. Ανεξέλεγκτα έκτοτε.
Ταξιδεύοντας στην αψεγάδιαστη καμπύλη της ραχοκοκκαλιάς της.
Μα να καίει ακόμα..