στο χρόνο που παίρνει ένα delivery..

"Έλα. Ο Γιάννης είμαι. Είχα πάρει το τηλ σου από το Διονύση. Μου είπε ότι ξέρεις απ' αυτά".
Μου πήρε κανα λεπτό να καταλάβω.
"Να βρεθούμε λοιπόν". [Δεν κατάλαβα καν γιατί συναίνεσα..].
Μισή ώρα πριν συναντηθούμε στο μυαλό μου πέρασαν σκηνές από αστυνομικά.
Το ραντεβού στο σκοτεινό [ήταν κλειστό μου είπε απόψε, στην τελευταία κλήση του] βενζινάδικο -κοντά- στη γειτονιά μου, επί της μεγάλης λεωφόρου.
"Ναι, ναι. Απέναντι από τα bodyline".
Πόρτες που (θα) ανοιγοκλειναν από διπλανά αυτοκίνητα, άγριες φωνές στο σκοτάδι-τσέκαρα αμήχανα γύρω μου.
Δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα στο μισοσκόταδο.
Κι άμα ήταν μπάτσος; Άσε που όταν σε παίρνει ο ύπνος τις Πέμπτες με το Μάκη, τρως χοντρό κόλλημα με μικροκάμερες, κασετοφωνάκια και λοιπές γκατζετιές.
Μισοαστεία-ψιλοσοβαρά, πριν βγω πάντως απ' το διαμέρισμα είχα ρωτήσει το Γιάννο αν είχε το τηλέφωνο του διαπρεπούς δικηγόρου μου.
Πάρκαρα -μάλλον απότομα- δίπλα του, κι άνοιξα -ακόμη πιο απότομα την πόρτα του βρώμικου CIVIC.
Άρχισε να μου μιλάει με άνεση-ένας ψηλός μελαχρινός σαραντάρης, ελαφρά αξύριστος. Το παράθυρο του ήταν ανοιχτό, αλλά ο καπνός είχε διαποτίσει τα πάντα.
Τον σταμάτησα βήχοντας νευρικά.
Είχε βγάλει μια πλαστική σακούλα από το πίσω κάθισμα για να μου τα δείξει.
Αρνήθηκα να ακουμπήσω οτιδήποτε.
"Είναι θέμα αρχής", σχολίασα προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου να ακούγεται ουδέτερα.
[προφανώς έχω δει περισσότερα noir απ' όσα μπορούσα συνειδητά να ανακαλέσω στη μνήμη μου].
Μου 'πε για 'αυτά', αλλά και για άλλα.
"Θα τα βρούμε ρε φίλε. Εγώ έχω πρόσωπο, προσέχω με τους ανθρώπους".
Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα ακούσει παρόμοια ατάκα;
Βαθμιαία χαλάρωσα. Είδα αυτά που κρατούσε στο χέρι του στο ημίφως από το λαμπάκι και άρχισα να στροφάρω.
Φτωχοδιάβολοι και γραφικά λαμόγια με την ίδια φρασεολογία για το εύκολο χρήμα.
"Είναι και οι εποχές δύσκολες", πήγα να εξηγήσω τη δυστοκία.
Αντέδρασε έντονα.
"Κωλοχώρα, ρε φιλαράκο. Όχι σαν τη Ευρώπη που ξέρουνε να εκτιμάνε το καλό πράμα!"
Δεν είμαι σίγουρος αν διέκρινε το αμυδρό χαμόγελο-πρέπει όμως να κατάλαβε ότι κάπως απλώθηκα στο κάθισμα.
"Σε είδα εγώ, φαίνεσαι καλό παιδί."
Χρησιμοποιώντας το μανίκι από το κολλεγιακό μου απασφάλισα την πόρτα.
No fingerprints-basic rule.
Είχα χρόνια να σκεφτώ τη λέξη: λούμπεν.
Ωστόσο, ακόμα σπάω το κεφάλι μου-ποιός το 'χει πει ρε γαμώτο;
"Στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, κάθε χώρα έχει τον υπόκοσμο που της αξίζει".
Το λούστρο πάντως εξακολουθεί να σπανίζει στη δικιά μας.
Ευτυχώς, η σοκολάτα στην κρέπα που είχα παραγγείλει δεν είχε προλάβει να παγώσει.