Ιστορίες με στρας, σκέψεις, ρεύσεις, παύσεις, τράς, αλλά χωρίς 'rush'...

Friday, July 06, 2007

μια Παρασκευή με 'λάσκα', σηκώνω το βλέμμα "ξημέρωσε κι έξω φυσά".

Βαριεστημένες, τρόπος του γράφειν δλδ, ώρες-οι σημερινές.
Στο γραφείο, φωνή δεν ακουγότανε για ώρες στα πέριξ.
Πίνω καφέ, σηκώνω το κεφάλι και κοιτώ.
Στο παράθυρο του 7ου με τη μεγάλη πόλη, πιάτο στους οφθαλμούς μου.
Παραδόξως, όχι θολό.
Ο μαϊστρος πρόσκαιρα έσπρωξε παραπέρα τη σωρευμένη αέρινη ιλύ του λεκανοπεδίου.

Καταπιάνομαι με τούτο το ημερολόγιο μετά από πολύ καιρό..
Σχεδόν είχα λησμονήσει την παρουσία του-βυθισμένος στα όρη της χαρτούρας και στις ρωγμές της περισκόπησης.
Ελιγμοί, περίτεχνες φιγούρες, σταμάτα-ξεκίνα στα γαϊτανάκια της πολυ-επίπεδης συναλλαγής.
Της καθημερινότητας.
Εκεί που έχει επικεντρωθεί το εργασιακό μου ηλιοτρόπιο.
Φθορά δλδ -πάντα άνευ ουσίας- γνωστό τοις πάσι..
Και μιας κι ο λόγος για 'ουσία', έχω την αίσθηση πως η φαιά -που στο μεταξύ έχει αποχρωματιστεί με τόση ζέστη- αρχίζει και/να φθίνει.

Κανονίζω τα των διακοπών.
Μαγειρεύω τις μέρες. Δεν νιώθω, ωστόσο, την αναμενόμενη ευφορία.
Ανεκλογίκευτη χαρμολύπη.
Αυτή ήταν, παρεμπιμπτόντως, η λέξη που έγραφε το t-shirt του Ντέρεκ, ενός γνωστού Ολλανδού ροκ σταρ με διεθνή απήχηση που γνώρισα τις προάλλες ένα ξημέρωμα στο Booze. Τεράστια μορφή, ομολογώ.

Ωραία βραδιά ήταν εκείνη.
Ξεκίνησε από μια κοσμικότατη βιβλιοπαρουσίαση σ' ένα δροσερό καταφύγιο στην καρδιά της φλεγόμενης πόλης. Πήγα από υποχρέωση.
Έκπληξη, η απίθανα καλοστημένη συζήτηση.
Διανοούμενοι, tv-personες, πολιτευόμενοι [αλλά όχι γνωστοί μαϊντανοί], άνθρωποι των 'χώρων' που μετείχε ο συγγραφέας, σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι.
Ανέλπιστη η συνέχεια.
Ορατή η χημεία, μας οδήγησε (;) για ένα ποτήρι κρασί. Μου είπε "δεν θα σου πηγαίνουν τα στέκια μου" - της είπα "try me".
Πέταξα γραβάτες και κουστούμια κι η alternativa πήρε φωτιά.
Μέχρι εκεί-'όλα καλά'. Σπίθα, έμπνευση, ορίζοντας, εμπειρίες, καλλιέργεια.
Ζωγράφος, πρώην χορεύτρια-στην ηλικία μου, κάπου εκεί..
Μετά, αρχίσαν τα δύσκολα.
Too good to b true, matey.

Επιστροφή στην υποφώσκουσα πόλη. Για κάποιο λόγο, αυτή η λέξη μου θυμίζει το Φώσκολο και τους βοσκούς. Και οι δύο, one way or another, καθοδηγούν εξάλλου τα συνήθη μαζικά ποίμνια που την απαρτίζουν..
Τι λέει μια οδοντογλυφίδα στη διπλανή της, σαν αντικρύζει να 'ρχεται μια καρφίτσα..;
"Πάρε ρε μαλάκα, το ρομπο-κοπ που βγήκε και βόλτα.."
Ανεκδοτάκι '07. Κάτι λέει αυτό για όσα μας επιτρέπουν να διασκεδάζουμε (;).
Χθες βράδυ, Πανόρμου. Από το Γιωργάκη. Μαζί με τους ρέστους πιτσιρικαραίους σε ρεσιτάλ.
Αυτή η γειτονιά, τελικώς, έχει αποκτήσει βάθος.
Ένθεν και ένθεν.
Ζέστη-πολύ ζέστη. Ήμασταν Blue Peach και κάποιος πέταξε την ιδέα να κατέβουμε ντάουντάουν-ε, δλδ down-town.
Αντέδρασα.
Η λέξη 'Γκάζι' τον τελευταίο καιρό, για ένα περίεργο λόγο, μου θυμίζει αυτοκτονίες στα '50s, ή μάλλον ούτε καν. 'Απόπειρες', μου βγάζει και μελό. Πολύ μελό..
Οπότε άσκησα το δικαίωμα της αρνησικυρίας.
Τεσπα, καλά ήτανε στο μπαλκόνι. Ο χάβαλος της αντρικής μαλακίας.
Μία παρά, δεν έβλεπα μπροστά μου από τη νύστα. Ίσως, γιατί -εκτός των άλλων- το bombay-tonic που παρήγγειλα σε βόμβα έφερνε, αλλά όχι σε τζιν..
Στο φανάρι της Πανόρμου, η γοητευτική κυρία με ρώτησε -με μια δόση ελαφράς μομφής στον τόνο της φωνής- "δεν βλέπω το κράνος σας".
"Ίσως-γιατί δεν υπάρχει.. (?)", της απάντησα με χαμόγελο-και ελαφρια γκριμάτσα.
Κάποια παπάρα ψέλλισα μετά για το 'δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ζωής' και έφυγα με τα 1000. Ούτε καν είδα την αντίδραση στη φάτσα της.

Ο δρόμος λάμπιζε περίεργα στην ανηφόρα της λεωφόρου.
Κοιμήθηκα ξερός-με το φως ανοιχτό και το ερκοντίσιον να στάζει μονότονα.
πιπ, πιπ, πιπ..
8ωρος+ ύπνος.
The story of my life.